πιθηκικός

πιθηκικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πίθηκο, όμοιος με πίθηκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Α. Σακελλάριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

  • πιθήκειος — α, ο / πιθήκειος, ον, ΝΜΑ [πίθηκος] νεοελλ. φρ. «πιθήκεια σχισμή» ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος τής βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια τού εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”